- καρνάβαλος
- οκωμική θεότητα των καρναβαλιών, πομπή των προσωπιδοφόρων, το άρμα πάνω στο οποίο επιβαίνει η θεότητα των καρναβαλιών: Το πρώτο άρμα ήταν ο καρνάβαλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.